ἠπεροπηΐς

ἠπεροπηΐς
ἠπεροπ-ηΐς, ΐδος, , pecul. fem. of ἠπεροπεύς, ἠ. τέχνη
A cheating arts, [Hom.] ap.Str.1.2.4, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηπεροπηίς — ἠπεροπηΐς, ή (Α) φρ. «ἠπεροπηΐς τέχνη» απατηλά τεχνάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ηπεροπεύς*] …   Dictionary of Greek

  • ηπεροπεύς — ἠπεροπεύς, ( έως), επικ. γεν. ῆος, ό, θηλ. ἠπεροπηΐς (Α) ηπεροπευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητικός σχηματισμός από το ηπεροπεύω, το οποίο στην περίπτωση αυτή προέρχεται από αμάρτυρο *ηπέροψ που είναι ανερμήνευτο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”